Μια βουτιά στην παιδικότητά μας
Το καλοκαίρι στα ελληνικά νησιά είναι μια μοναδική εμπειρία και σίγουρα όσοι ξεκινήσατε να διαβάζετε αυτές τις λέξεις θα λέτε ότι αυτή η δήλωση δεν αποτελεί παρά μια κοινοτοπία.
Όπως και να χει κάθε ελληνικό καλοκαίρι έχει κάποια χαρακτηριστικά, τολμώ να πω μόνιμα, που συνθέτουν τόσο το «ελληνικό» όσο και το «καλοκαίρι», όπως ήλιος, γαλαζο-πράσινα νερά, αμμουδιές, ψάθινο καπέλο, ομπρέλα θαλάσσης, οικογένειες με παιδιά και μωρά με πάνες να παίζουν με τα κουβαδάκια τους, δροσερή φέτα καρπούζι και μπόλικη ανεμελιά… που θυμίζει τα παιδικά μας χρόνια.
Φέτος παρατηρώντας τα μικρά παιδιά να παίζουν στη θάλασσα και να επιδίδονται σε μαραθώνιους βουτιών μου έκαναν εντύπωση δυο λέξεις, που ακούγονταν συχνά από διαφορετικά σημεία σε όλο το μήκος της παραλίας: «Μαμά… κοίτα!» Δυο λέξεις, η κάθε μια θα μπορούσε να σταθεί και μόνη της. Δυο λέξεις που όταν συναντιούνται δημιουργούν ολοκληρωμένο νόημα, με αρχή και τέλος, ικανές να βάλουν τελεία και παύλα ώστε να μην επιτρέψουν σε κανέναν εξωτερικό παράγοντα να μεσολαβήσει παρεμβατικά ανάμεσα στους δύο, στο παιδί και τη μαμά, την πρώτη πολύτιμη σχέση στη ζωή μας.
«Μαμά… κοίτα!» και μοιάζει να ξετυλίγονται η ανάγκη και η επιθυμία για επαφή, για μοναδικότητα έστω και μέσα στην πολύβουη παραλία, για μια γεύση θαυμασμού μέσα από τα μάτια της μαμάς, για το άκουσμα ενός «μπράβο!», ζωογόνο για την αμέσως επόμενη βουτιά και ποιός ξέρεις ίσως και παρακαταθήκη για τα μελλοντικά βαθιά νερά στα οποία θα βρεθεί το παιδί που μεγαλώνει.
«Μαμά… κοίτα!» και η πρόσκληση εστάλη. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μία έκκληση για παρατήρηση, για την εκδήλωση μιας ανάγκης του παιδιού να το παρατηρεί η μαμά του όσην ώρα εκτελεί τη βουτιά του. Μία πρόσκληση αναγνώρισης, επιβεβαίωσης, αποδοχής και επιβράβευσης. Η βουτιά δεν αποτελεί παρά την αφορμή και το όχημα για τα παραπάνω, καθώς είναι μια στιγμή, μια επιλογή, ένα φωτογραφικό καρέ που λαμβάνει χώρα την εκάστοτε στιγμή. Η βουτιά αφορά στο περιεχόμενο. Η πρόσκληση αναφέρεται στη διαδικασία: Το παιδί καλεί για αποδοχή και η μαμά, στην προκειμένη περίπτωση, καλείται να την προσφέρει απλόχερα ή καλύτερα να την εμπνεύσει και να την καλλιεργήσει μέσα στη σχέση τους, στο δικό τους μεταξύ.
«Σε προσκαλώ να με παρατηρήσεις και να με θαυμάσεις», μοιάζει να λέει το παιδί. «Σε χρειάζομαι ως μάρτυρα για να δεις αυτό που κάνω και μέσα από αυτό να επιβεβαιώσεις και να εγκρίνεις όχι απλά αυτό που κάνω αλλά αυτό που Είμαι. Έτσι μόνο μπορώ να προχωρήσω, να σταθώ στα δικά μου πόδια. Χρειάζομαι τη ματιά σου ως τον καθρέφτη που πάνω του θα προβάλω το εγχείρημα μου».
Η βουτιά είναι η αφορμή μαζί και η ευκαιρία για τη συν-δημιουργία μιας υγιούς σχέσης με έδαφος ασφάλειας, μιας αυθεντικής επαφής που δημιουργεί χώρο για πειραματισμό, αυθορμητισμό, τρυφερότητα, παιχνίδι, ενδιαφέρον και αγάπη.Το παιδί αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μέσα από την προβολή που κάνει στη μητέρα του. Για να μπορέσει να φτάσει στο δικό του Εγώ χρειάζεται να περάσει από το Εμείς, από αυτόν τον απαραίτητο δεσμό με τη μητέρα του, ένα χώρο ελευθερίας, ανεκτικότητας και αποδοχής, εκεί όπου επιτρέπονται οι ανεπιτυχείς βουτιές και τα όποια λάθη, που η κοινωνία μας τεχνηέντως έχει ονομάσει λάθη καθώς δεν ανταποκρίνονται στα δικά της τακτοποιημένα και καθώς πρέπει κουτάκια. Μέσα από αυτό το Εμείς το παιδί αρχίζει να συναντά το περιβάλλον του και να αλληλεπιδρά μαζί του, να έρχεται σε επαφή με τις αντιδράσεις και στάσεις των άλλων, με πρώτο σταθμό την εντύπωση που θα δημιουργήσει στη μαμά του και τα όποια μηνύματα εισπράξει από εκείνη. Σε αυτό το Εμείς, που είναι και το το πρώτο περιβάλλον του, το παιδί χρειάζεται να ανήκει καθώς αυτό το ανήκειν θα γίνει η μαγιά για να χτίσει την ατομικότητά του και μαζί την πρωτοβουλία, την ανεξαρτησία και την αυτονομία του απέναντι στην ενοχή και σε συναισθήματα ανεπάρκειας και κατωτερότητας.
Στην παιδική μας ηλικία είμαστε αυτό που είμαστε, χωρίς επιτήδευση κι αυτό μας κάνει ευάλωτους στη ματιά και κριτική των άλλων. Ως παιδί η φωνή μου-όταν μπορεί να ακουστεί- φέρει μηνύματα όπου η ανάγνωσή τους απαιτεί ευαισθησία και λεπτούς χειρισμούς. Ως ενήλικας κουβαλώ μέσα μου εκείνο το πληγωμένο παιδί που δεν ακούστηκε, φιμώθηκε ή παρερμηνεύτηκε. Γνωρίζω ότι το παρελθόν δεν αλλάζει. Αυτό που μπορώ να αλλάξω είναι να δυναμώσω την παιδική μου φωνή και να δώσω περισσότερο χώρο και προσοχή στο εσωτερικό μου παιδί. Με αυτό τον τρόπο του δίνω φωνή και αγάπη κι έτσι μπορώ και ακούω τα θαμμένα του λόγια:
«Πειραματίζομαι προ(σ)καλώντας το περιβάλλον με την ύπαρξη και τη δράση μου. Είμαι ακόμη αυθεντικός και ίσως αυτό να ταράζει και τα νερά της κανονικότητας. Δηλώνω τη μοναδικότητά μου και ζητώ να μην την κρίνεις. Χρειάζομαι την ανεκτικότητά σου στη δυνατότητα να εκφράζομαι, όπως μπορώ και είμαι για να συνεχίσω να εξερευνώ έναν κόσμο που μου επιτρέπει να κάνω λάθη και να είμαι μέτριος,να αγαπιέμαι γι αυτό που είμαι και όχι γι αυτό που θα μπορούσα ή θα έπρεπε να γίνω».>