Το θέατρο του Samuel Beckett συναντά τη θεραπεία Gestalt
«Κάτι να τραβήξει επιτέλους το δρόμο του μήπως κι έτσι αρχίσουμε να αποκτούμε κάποιο νόημα» (Τέλος του Παιχνιδιού, Samuel Beckett, 1957).
Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον ο συγγραφέας Samuel Beckett παρουσιάζει τον άνθρωπο, ολόκληρο, βουτηγμένο στην αβάσταχτη στασιμότητα και στη διαρκή αναμονή να συμβεί κάτι, «κάτι να κινηθεί», ικανό να απαλύνει την εμπειρία της υπαρξιακής του οδύνης.
Στη θεραπεία Gestalt γνωρίζουμε ότι το «είναι» βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση ροής και αλληλεπιδρά με τον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Τι γίνεται λοιπόν όταν νιώθουμε ότι είμαστε σε αναμονή; Είμαστε παράλληλα και στάσιμοι; Υπάρχει κίνηση, ρευστότητα μέσα στη στασιμότητά μας; Η στασιμότητα, η αναμονή και η ρευστότητα: Τρεις διαδρομές. Πως τις νοηματοδοτούμε; Ποια τα σημεία που συναντιούνται μεταξύ τους;
Υπάρχει μια αντίστιξη ανάμεσα στην ακινησία και τον πυρετό, στην ταχύτητα και τη νοσταλγία να σταματήσεις. Είναι κάθε φορά σαν όλα να πρόκειται να σταματήσουν και πάλι να αρχίζουνε. Οι παύσεις παίζουν ένα βασικό ρόλο. Οι σιωπές δεν είναι νεκρές στιγμές. Είναι γεμάτες, σαν να χουν όγκο, σχήμα, αλλά ρευστό, κινούμενο σχήμα. Είναι οι στιγμές επεξεργασίας της σκέψης ή της δράσης. Είναι σαν ένα σημείο όπου συναντιούνται στον αέρα. (Απόσπασμα από διάλεξη της Χριστίνας Τσίγκου, Θεσσαλονίκη, 18/01/1967).
Το θέατρο του Samuel Beckett είναι ίσως ο κατεξοχήν τόπος συνάντησης πολλαπλών ερμηνειών, αναγνώσεων και εκδοχών που μπορούν να έχουν έννοιες, όπως η ρευστότητα, η αναμονή και η στασιμότητα και δίπλα τους άλλες κοντινές ή/και συνώνυμες τους, όπως η κινητικότητα, η κίνηση, η ανανέωση, η κυκλικότητα, η στατικότητα, η βαρεμάρα, η κενότητα, η προσμονή, η παύση, η σιωπή, η επαναληπτικότητα, η ροή, το τέλος και η αρχή.
Το ενδιαφέρον μας στρέφεται γύρω από τις παραπάνω έννοιες με σκοπό όχι να τις κατηγοριοποιήσουμε ούτε να τους αποδώσουμε θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Επιθυμία μας είναι να ανοίξει μια πόρτα, μια συζήτηση γύρω από αυτές και τον τρόπο που τις χρωματίζουμε και τις νοηματοδοτούμε και να σταθούμε σε κάποια δίπολα, όπως συνήθως εννοείται ότι συνιστούν οι ρευστότητα και στασιμότητα, να παρατηρήσουμε τις ποιότητες της κάθε πλευράς ως προς το πως λειτουργούν για τον εαυτό, πως είναι μέσα σε αυτές, πως έχει μάθει να τις εννοεί, να τις χρησιμοποιεί και τι όφελος έχουν γι αυτόν.
Πως λοιπόν τις νοηματοδοτούμε; Τι σημαίνει να είμαι ρευστή; Με τι συνδέω τη ρευστότητα; Τι σημαίνει να είμαι/να νιώθω στάσιμη; Μπορώ να είμαι ρευστή και παράλληλα στάσιμη; Νιώθω ακίνητη όταν είμαι στάσιμη; Και με την αναμονή, τι ακριβώς γίνεται; Πως θα περιγράφαμε τη διαδικασία της; Τις χρειάζομαστε αυτές; Τις αναζητάμε; Τις επιλέγουμε; Τι χρώματα τους αποδίδουμε; Υπάρχει και η προσδοκία του να υπερκεράσουμε τις όποιες πολώσεις και να υπερθεματίσουμε τη δημιουργική συνύπαρξή τους αναγνωρίζοντάς τες ως μια οντότητα που δεν διχάζει, αλλά ολοκληρώνει τον εαυτό.
Σημείο αναφοράς σε αυτή τη διαδικασία διερεύνησης αποτελούν το θέατρο του Samuel Beckett και η θεραπεία Gestalt, που συναντιούνται, εξ ορισμού, σ’ ένα πρώτο κοινό σημείο: Είναι βαθιά ανθρωποκεντρικοί και κατορθώνουν, με το δικό τους τρόπο, να αναγνωρίζουν το ολόκληρο του ανθρώπου, αποτίνοντάς του τιμή και αξία. Η θεραπεία Gestalt στον άνθρωπο, όπως είναι στο εδώ και τώρα, και το θέατρο του Beckett, πάντα επίκαιρο, με τρυφερότητα και σεβασμό στον άνθρωπο που παλεύει να οργανωθεί ενάντια στη μοναξιά, να απαλύνει τις υπαρξιακές του πληγές και να τιθασεύσει το φόβο του θανάτου.
Ο συγγραφέας Samuel Beckett ήταν Ιρλανδός στην καταγωγή κι ένας από τους κυρίαρχους εκπροσώπους του παγκόσμιου θεάτρου όλων των εποχών, που κάποιοι το ονομάζουν ακόμη και σήμερα θέατρο παραλόγου. Ως παράλογο, ο Albert Camus είχε προσδιορίσει το χάσμα, το διαζύγιο μεταξύ του ανθρώπου που επιθυμεί και του κόσμου που απογοητεύει. Σε μια εποχή που είναι περισσότερο από ποτέ τραγική, ο άνθρωπος καταλήγει τραγικός καθώς βρίσκει την έκφρασή του σε μια καινούρια αισθητική βασισμένη στη γυμνότητα, την απουσία, την αφαιρετικότητα και την παράλογη πολυτέλεια του να υπάρχει. Ο άνθρωπος κοιτάζει τον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν του επιστρέφει το βλέμμα του.
Το έργο μου, είχε δηλώσει, είναι ζήτημα βασικών ήχων δοσμένων με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο και αρνούμαι την ευθύνη για οτιδήποτε άλλο. Αν ο κόσμος θέλει να πονοκεφαλιάσει για να βρει αρμονικούς ήχους, είναι ελεύθερος να το κάνει κι ας φροντίσει μόνος του για την ασπιρίνη.
Το μπεκετικό θέατρο αποτελεί μια επανάσταση φόρμας και ήθους. Φέρνει επί σκηνής τον κατακερματισμένο άνθρωπο του 20ου αιώνα, που μετά και τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο τα έχει χάσει όλα και κουβαλά το δέος, την αγωνία της μνήμης, τη συνείδηση της υπαρξιακής του οδύνης και την ενοχή που έρχεται από το ότι γεννήθηκε, υπήρξε και υπάρχει, κι αυτό αποτελεί κατάρα!
Ο χρόνος στον Beckett είναι οποτεδήποτε, ο χώρος οπουδήποτε και οι ήρωες του οποιοιδήποτε καθώς αποτελούν μέρος ενός ά-χωρου και ά-χρονου, ενός no man’s land, που ταλαντεύεται μεταξύ παρουσίας και απουσίας, μεταξύ εαυτού και Άλλου.
Ανάμεσα στα έργα του στεκόμαστε σε δύο θεατρικά, που αναδεικνύουν έντονα τον κόσμο των περιδινήσεων, της στασιμότητας και των ροών, όπου τελειώνουμε μόνο για να ξαναρχίσουμε και ούτω καθεξής.
Το Περιμένοντας τον Γκοντό (ΠΤG) (1952) είναι ίσως το σημαντικότερο κείμενο του 20ου αιώνα το οποίο και ψηφίστηκε από το Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου ως το έργο του αιώνα. Άπιαστα, ακατανόμαστα, τα μπεκετικά πλάσματα, παρατηρώντας, μιλώντας ή σιωπώντας είναι εκεί, χωρίς μέλλον ή παρελθόν, αιώνια όμως παρόντα. Το ΠΤG είναι ανοιχτό σε κάθε φιλοσοφική, ψυχολογική και θρησκευτική ερμηνεία. Πάνω απ’όλα είναι ένα ποίημα για το μυστήριο της ύπαρξης, το χρόνο, την αναμονή, την ελπίδα, την απόγνωση, ένα ύμνος στη ρευστότητα, την ακινησία, το εδώ και τώρα, το παράλογο, την υπαρξιακή οδύνη.
Οι πρώτοι θεατές δεν ενθουσιάζονται και περιγράφουν το έργο λέγοντας: Έχει μια πρώτη σκηνή, όπου τίποτα δεν συμβαίνει και μια δεύτερη επανάληψη της πρώτης. Το έργο δεν αφηγείται καμία ιστορία, ερευνά μια στατική κατάσταση. Η υπόθεσή του είναι πολύ απλή, σχεδόν ανύπαρκτη.
Πρόκειται για δύο ζεύγη ανθρώπων κι ο Γκοντό που πρόκειται να έρθει, συνεχώς αναμένεται. Η σκηνή άδεια, ένα δέντρο, δύο ανθρώπινες παρουσίες αποσπασμένες από τον κόσμο, χωρίς ταυτότητα, χωρίς ρόλο, υπάρχουν, απλά περιμένοντας τον Γκοντό. Ρωτώντας συχνά τον Beckett ποιος τελικά είναι ο Γκοντό που ποτέ δεν εμφανίζεται, εκείνος απαντά: Εάν το γνώριζα θα το είχα πει μέσα στο έργο. Δεν γνωρίζουμε αν ο Γκοντό είναι υπαρκτό πρόσωπο. Μπορεί να είναι μια ιδέα ή τελικά μια καλή αφορμή για να περιμένουν κάτι οι ήρωες του έργου, ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν. Τα πόδια παίζουν στο έργο κυρίαρχο ρόλο, θα πει ο Beckett. Πράγματι, πρόκειται για ερχομό και φυγή μαζί, με τέτοιο τρόπο που κανένα από τα δύο να μην ολοκληρώνεται και κάτι το ακίνητο να υπάρχει παντού.
Από το Περιμένοντας τον Godot:
Εστραγκόν: Τίποτα δεν γίνεται, κανείς δεν έρχεται, κανείς δεν φεύγει. Είναι τρομερό.
Εστραγκόν: Αφού σου λέω πως δεν είμαστε εδώ χτες βράδυ. Σε εφιάλτη το είδες.
Βλαντιμίρ: Και που είμαστε χθες βράδυ, κατά τη γνώμη σου;
Εστραγκόν: Ξέρω ‘γω; Αλλού. Σε κάποιο άλλο μέρος. Από κενό άλλο τίποτα.
Μετά το ΠΤG ακολουθεί το Τέλος του Παιχνιδιού (1957), όπου το παιχνίδι συνεχίζεται. Κι εδώ τα πρόσωπα είναι τέσσερα: Ο Χαμ κι ο Κλοβ, στους ρόλους του αφέντη και του δούλου. Και δυο γερόντια, οι γονείς του Χαμ, που ζουν μέσα σε δύο δοχεία σκουπιδιών, ακινητοποιημένοι, χωρίς έξοδο διαφυγής, και στοχάζονται. Οι κινήσεις είναι ελάχιστες και η ακινησία του σώματος αντισταθμίζεται με την εσωτερική κινητικότητα, «με την έννοια της εσωτερικής κατάδυσης, με την κάθοδο στο βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η εναλλαγή, η επαναληπτικότητα, η παρήχηση, τα ζευγάρια που μοιάζουν αντιθετικά μεταξύ τους, λόγος-σιωπή, κίνηση-ακινησία, στασιμότητα-ρευστότητα, φως-σκοτάδι, παρόν-παρελθόν υπογραμμίζουν τη ρευστότητα του υποκειμένου, που βρίσκεται σε ένα συνεχές πήγαινε-έλα, δημιουργώντας αφενός μια κινητική αβεβαιότητα αφετέρου μια αστάθεια που ελέγχεται από την επαναληπτικότητα, η οποία εξασφαλίζει το παιχνίδι της επιβίωσης.
Και στα δύο αυτά έργα η ανία του να ζεις εναλλάσσεται με την οδύνη του να υπάρχεις, η κίνηση με την ακινησία, ο φόβος για την αδράνεια με την επιθυμία για το τέλος, η αρχή με το τέλος, το τέλος με την αρχή.
Από το Τέλος του Παιχνιδιού:
Χαμ: Το τέλος βρίσκεται μέσα στην αρχή …κι ωστόσο συνεχίζουμε.
Και λίγο αργότερα θα ομολογήσει:
Χαμ: Α! Να ‘χαμε πια τελειώσει.
Στη θεραπεία Gestalt γνωρίζουμε ότι ο εαυτός είναι ρευστός, εξελίσσεται και αναπτύσσεται σε ένα συνεχές, μέσα από κυκλικές διαδικασίες, ακόμη και στις πιο σκοτεινές και δύσκολες στιγμές του, κι όταν ακόμη νομίζει ότι μένει στάσιμος. Ο εαυτός είναι μια συνεχής ροή διαδικασιών.
Η ανάπτυξη νοείται ως διαδικασία, ρευστή, απλώνεται ως φάσμα και δεν χαρτογραφείται γραμμικά, σε στάδια ούτε σε φάσεις.
Ο εαυτός γνωρίζουμε ότι δεν μπορεί να ιδωθεί μεμονωμένα αλλά ως μέρος του πλαισίου, του πεδίου στο οποίο λειτουργεί και αλληλεπιδρά. Οι βασικές αρχές της θεωρίας πεδίου πηγάζουν από την έννοια της ρευστότητας: η οργάνωση, η συγχρονικότητα, η διαρκής αλλαγή και η πιθανή σχετικότητα συνιστούν ένα πεδίο με διαρκή ροή, συνεχή κίνηση και αλλαγές.
Αυτή η ρευστότητα μπορεί να ιδωθεί μέσα από την επιθυμία ή καλύτερα την εγγενή τάση που έχει ο οργανισμός να κλείνει τον όποιο ανοιχτό λογαριασμό, όπως αναφέρουν. Είναι και η μορφή, που όταν αναδύεται, αναζητά τον προορισμό της για να ησυχάσει, τραβώντας το δρόμο της και χαρίζοντας με αυτόν τον τρόπο στον οργανισμό την επιθυμητή ομοιόστασή του.
Παράλληλα, η ρευστότητα, η στασιμότητα και η αναμονή εναλλάσσονται σε όλη την τροχιά του κύκλου επίγνωσης: Ξεκινώντας από τη ροή των αισθήσεων, στην επίγνωση, στην κινητοποίηση της ενέργειας, εκεί όπου αυξάνεται η ενέργεια και ο οργανισμός προετοιμάζεται για τη δράση και την επαφή. Και μετά η ικανοποίηση και η απόσυρση, που μπορεί να θυμίζουν στασιμότητα, όμως κι εκεί ο εαυτός συνεχίζει να είναι ρευστός, απλά χωρίς να είναι διαρκώς σε δράση.
Πραγματικά, όπως θα μας πει ο John Cage, ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συνθέτες της μεταπολεμικής avant-garde, ακόμα κι όταν κάποιος είναι φαινομενικά ακίνητος, ουσιαστικά εκτελεί μικρές κινήσεις που δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές, ωστόσο, συμβαίνουν, όπως η αναπνοή, η οποία κινεί το στέρνο ή το υπογάστριο, ο καρδιακός παλμός που τραντάζει ελαφρά κι ανεπαίσθητα όλο το σώμα, καθώς και πλήθος άλλων κινήσεων που συμβαίνουν εσωτερικά μέσα στο σώμα.
Και κάπως έτσι, ως κύμα, νοείται και η διαδικασία της επαφής στη θεραπεία Gestalt, από την προ-επαφή ως την μετα-επαφή, ένας κυματισμός συναισθημάτων, ενοράσεων, σκέψεων, συμπεριφορών και αλληλεπίδρασης.
Το εδώ και τώρα έχει μια δυναμική που εμπεριέχει το αυθόρμητο, το απρόβλεπτο και την αλλαγή, ως μια φυσιολογική ροή ασταμάτητων αλλαγών. Και είναι η ίδια η νοηματοδότηση της διαδικασίας που εμπεριέχει το γίνομαι και το κάτι που γίνεται και σηματοδοτεί την πορεία που διανύεται αυτό που εύστοχα αναφέρεται ως process: everything is becoming. Και είναι επίσης το ίδιο το ενοποιητικό πεδίο, που είναι συνεχές στο χώρο και το χρόνο και που συν-δημιουργείται μέσα από την αλληλεπίδραση και τη συνεχιζόμενη διαδικασία μεταβολών, που μόνο ρευστότητα μπορεί να γεννήσει. Η επίγνωση, η διαλεκτική σχέση, το ταξίδι της εμπειρίας και η σχεσιακή εμπειρία στη θεραπεία gestalt και στη θεραπευτική σχέση έχουν στοιχεία ροής, ως απαραίτητο συστατικό της εμπειρίας.
Η φαινομενολογία της εμπειρίας είναι στο ρέον εδώ και τώρα και μαζί και η θεραπευτική σχέση, με στοιχεία ρευστότητας, με την επίγνωση της κάθε στιγμής, το Aha!, που αναδύεται αυθόρμητα, με το φαινομενικά τυχαίο ή άσχετο και με τις μορφές που εναλλάσσονται επίσης σε μια δυναμική διαδικασία.
Η ίδια η διαδικασία ανάδυσης των μορφών, η διαδοχική ροή τους που αφήνει ανοιχτούς κάποιους λογαριασμούς, η διαδικασία δόμησης και αποδόμησης των μορφών συνιστούν μια ρέουσα κατάσταση και η εναλλαγή μορφής και φόντου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη θεραπεία Gestalt ως free-flowing relation between figure and ground.
Κι αν ο εαυτός μου είναι ρευστός, μπορεί να είναι και στάσιμος;
Τι γνωρίζω γι αυτό από τη θεραπεία Gestalt;
Σκέφτομαι τις αντιστάσεις-τα εμπόδια στην επαφή, τη συμβολή, την αναστροφή και τις άλλες, που λειτουργούν ως ανάχωμα στην αυθεντική επαφή με τον εαυτό και τους άλλους.
Στέκομαι επίσης και στον γνώριμο τρόπο μου, το μοτίβο που επαναλαμβάνω όταν σχετίζομαι, όταν θέλω να ικανοποιήσω μια ανάγκη και αυτό το κάνω με έναν ίδιο επαναλαμβανόμενο τρόπο κι εκεί αναγνωρίζω τις παγιωμένες Gestalt που υπάρχουν και εμποδίζουν την όποια ρευστότητα θα έδινε τροφή στο συνεχές της συναισθηματικής εμπειρίας, στο continuum των αισθήσεων, των συναισθημάτων και σκέψεων.
Στη θεραπεία Gestalt αναφέρεται αυτή η παγίωση με την έννοια της καθήλωσης, ως fixation, του νευρωτικού εαυτού, που παραμένει ανικανοποίητος και καθηλωμένος μέσα στη θλιβερή του κυκλικότητα σε συμβολή, υπερασπιζόμενος το αυστηρό pattern του. Με αυτό τον τρόπο ο νευρωτικός εαυτός όσο απομακρύνεται από την αυθεντική επαφή τόσο πλησιάζει σε καταστάσεις μη επίγνωσης (unawareness). Οι παγιωμένες gestalt, οι καθηλώσεις, συμβάλλουν άραγε και στη δημιουργία αυτής της ανίας, που αναφέρεται ως βαρεμάρα (boredom) στη Gestalt, με άλλα λόγια θα λέγαμε ότι αποτελούν εκδηλώσεις στασιμότητας;
Ο Lars Svendsen, Καθηγητής Φιλοσοφίας στη Νορβηγία και συγγραφέας του βιβλίου Η φιλοσοφία της βαρεμάρας, δεν αναγνωρίζει καμία κενότητα ούτε στασιμότητα στην κατάσταση της βαρεμάρας, αφού, όπως λέει, πάντοτε υπάρχει κάτι σε αυτόν τον χρόνο, ακόμη κι αν είναι μόνο μια μπογιάπου στεγνώνει.
Απέναντι στη διαδικασία της επίγνωσης και στην εμπειρία της στιγμής, που κλείνει μέσα της ό,τι ρέει, στέκεται η στατικότητα, που εκδηλώνεται κάποιες φορές με τον φόβο, την αντίσταση και την άρνηση να σταθώ στον πόνο, την απόφαση να πάρω ευθύνη και θέση σε αυτό που μου συμβαίνει και να επιλέξω να μπω σε μια διαδικασία, να επιλέξω τη ροή και το να είμαι, με επίγνωση, μέρος αυτής.
To θέατρο του Beckett έχει στον πυρήνα του την επίκληση για ρευστότητα.
Οι ίδιες οι λέξεις το μαρτυρούν, καθώς είναι ζωσμένες από παύσεις και πολιορκημένες από τη σιωπή, τα πρόσωπα τις χρησιμοποιούν ως παυσίπονο για να νιώσουν ότι υπάρχουν, τις εναλλάσσουν για να το επαληθεύσουν και να επικυρώσουν τη διαρροή της ζωής.
Και μαζί έρχεται και η ευχή και προσμονή για το τέλος, η έντονη ανάγκη να πέσει γρήγορα, έστω και βίαια, η αυλαία της ζωής, αρκεί να πέσει.
Από το Τέλος του Παιχνιδιού:
Κλοβ: Λέω στον εαυτό μου… Όταν θα σωριαστώ, θα κλάψω από ευτυχία.
Ο λόγος είναι και η ρευστότητα μαζί και η δράση. Η γέννηση ισοδυναμεί με τη λέξη και η λέξη με την ύπαρξη. Οι λέξεις μου θυμίζουν ότι ζω, μιλώ άρα υπάρχω. Ο λόγος και οι λέξεις μιλούν για τη ρευστότητα μέσα από το πήγαινε-έλα των ηρώων στο παρελθόν τους. Οι λέξεις δίνοντας στο σώμα την όποια κίνηση και δόνηση, κινητοποιούν την μνήμη, είναι η φωνή του υποκειμένου.
Η ρευστότητα δεν βιώνεται μέσα από τη δράση αλλά αναπαράγεται μέσα στις λέξεις.
Η επανάληψη εξασφαλίζει τη συνέχεια, η συνέχεια αντιστοιχεί στην επιβίωση, η κίνηση ισοδυναμεί με ρευστότητα και η ανάγκη για νόημα είναι πανταχού παρούσα.
Από το Τέλος του Παιχνιδιού:
Κλοβ: Γιατί παίζουμε κάθε μέρα το ίδιο θέατρο;
Χαμ: Μήπως αρχίζουμε… ν’ αποκτούμε κάποιο νόημα… νόημα;
Έντονος ο φόβος για τη δράση και ο φόβος για την παύση της, ο φόβος μήπως και τελειώσει, εξαντληθεί το εδώ και τώρα, έστω και με τις κακουχίες που κουβαλά.
Τα μπεκετικά τοπία είναι συνήθως σκοτεινά, ερημικά και στάσιμα.
Η στασιμότητα ενέχει την εμπειρία του χρόνου και την υποκειμενική διάσταση του χώρου, το βίωμα του κενού και την επανάληψη του, τη ματαιότητα.
Η στασιμότητα λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις για τα πρόσωπα του Beckett και σχεδόν δαιμονοποιείται, όσο δεν εμφανίζεται ο Γκοντό, όσο η επιθυμία τους μένει μετέωρη, η μορφή μονίμως “ανοιχτή” και σε εκκρεμότητα και η απόσυρση αναβάλλεται. Αντίστοιχα, στο Τέλος του Παιχνιδιού η στασιμότητα βιώνεται μέσα από τη συνεχή άρνηση και αναβολή του τέλους. Έχει τέτοια δύναμη πάνω στα πρόσωπα που καταλήγει να αμφισβητείται η παρουσία και να μιλάμε πλέον για τη μη παρουσία τους.
Από το Τέλος του Παιχνιδιού:
Χαμ: Κλοβ! Ξέρεις κάτι; Δεν ήμουνα ποτέ παρών.
Κλοβ: Τυχερός ήσουν.
Χαμ: Απών πάντα. Όλα συντελέστηκαν χωρίς εμένα.
Ο χρόνος μοιάζει ακίνητος και μετατρέπεται σε μια κακή αιωνιότητα. Το πριν και το μετά χάνουν την έννοια του χρόνου. Τέλος κι αρχή, αρχή και τέλος κάπως δεμένα μεταξύ τους, κι αυτό δίνει και την ελπίδα, αυτό την κούραση και τη ματαίωση.
Η ρευστότητα και η στασιμότητα άλλοτε συναντιούνται, συνυπάρχουν κι άλλοτε μοιάζουν εκ διαμέτρου αντίθετες.
Σε αυτή τη συνάντηση η παρουσία και η αντίληψη του χρόνου με τις πολλαπλές ερμηνείες του έχουν σημαίνουσα θέση. Μας εντυπωσιάζει η υποκειμενική διάσταση του χρόνου αναγνωρίζοντας σε αυτήν την εμπειρία της αλλαγής και τη διάσταση της ύπαρξης, την έννοια της διάρκειας, την εξελικτική διαδικασία και τη σχέση μεταξύ χρόνου και εαυτού.
Από το έργο του Beckett Τι Που:
Φ: Ο χρόνος περνάει. Αυτή τη φορά με λόγια.
Και στο τέλος:
Φ: Ο χρόνος περνάει. Αυτό είναι όλο. Και ο νοών νοείτω. Σβήνω το φως.
Η σχέση χρόνου-θανάτου αντανακλάται στην επιθυμία να σκοτώσουμε τον χρόνο στην επιθυμία και ανάγκη για αιωνιότητα. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με την οικουμενική, πανανθρώπινη ανάγκη να περάσουμε από τη χρονική ύπαρξη στην αιωνιότητα, να δραπετεύσουμε πέρα από τα όρια του χρόνου, να ανταλλάξουμε την αίσθηση του χρόνου με εκείνη της α-χρονικότητας. Γνωρίζουμε την αιωνιότητα του πόνου και της αγωνίας, το αιώνιο παρόν και διαρκές τώρα, όπου μέλλον και παρελθόν δεν έχουν καμία θέση και το παρόν μοιάζει με αιωνιότητα.
Η ρευστότητα ισοδυναμεί – στη νοηματοδότηση που της κάνουμε- με αλλαγή, κίνηση, μετατόπιση και εκδηλώνεται μέσα από την ανάγκη μας για νόημα, μέσα από το άγχος, το συνεχές doing, μέσα από το φόβο του θανάτου και από την ελπίδα ότι κάτι γίνεται, μέσα από την αίσθηση της εξέλιξης, της συνέχισης, ότι προχωράμε.
Η ρευστότητα έχει την κυκλικότητα και την επαναληπτικότητα, έχει το τέλος και την αρχή και θυμίζει σπείρα.
Και με την αναμονή, τι συμβαίνει;
Παραμένω, άρα περιμένω θα μπορούσε να είναι ένας εναλλακτικός τίτλος του Περιμένοντας τον Godot. Τα πρόσωπα του Beckett βρίσκονται σε στάση αναμονής, σε εκκρεμότητα, σε μεταβατικό πεδίο ακινησίας. Υπάρχουν με την ελπίδα πως θα πάψουν να υπάρχουν. Η αναμονή μοιάζει με μια στιγμή μετάβασης, είναι η στιγμή που περιμένει η στασιμότητα να γίνει ρευστότητα, έχει κάτι από προσμονή, που γεμίζει όλο το “άδειο” του χώρου και μπορεί να είναι μια παράλογη δικαιολογία ζωής. Μέσα στη προσμονή υπάρχει πάντα η αμφιβολία. Μέσα στην αμφιβολία η συνείδηση της ύπαρξης. Εμπεριέχει τη ματαίωση της επιθυμίας για κλείσιμο και απόσυρση, τη μετέωρη επιθυμία και ταυτόχρονα το σίγουρο εδώ και τώρα που τους επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν, αναπνέουν, και συνεχίζουν να περιμένουν.
Βλαδίμηρος: Όλο βρίσκουμε κάτι που μας δίνει την εντύπωση ότι υπάρχουμε.
Πρόκειται για μια αναμονή που καθορίζεται από κάτι που δεν έρχεται ποτέ. Μια αναμονή με τον χρόνο να μην περνάει, καθώς αναμονή σημαίνει να ζεις την εμπειρία της δράσης του χρόνου που είναι μια συνεχής αλλαγή.
Σε αυτή τη μεταβατική φάση, που έχει στοιχεία αμηχανίας και ερημιάς, οι παύσεις και η σιωπή κρατούν συντροφιά στα πρόσωπα που αναμένουν κάτι να κινηθεί, να τραβήξει επιτέλους το δρόμο του.
Από το Τέλος του Παιχνιδιού:
Χαμ: Αρκετά, καιρός να τελειώνουμε. Κι ωστόσο διστάζω, διστάζω να τελειώσω. Ναι, αυτό είναι, ήρθε πια η ώρα να πάρει τέλος το πράγμα κι ωστόσο διστάζω να τελειώσω…
Χαμ: Προχωρούμε…
Χαμ: Μα, τι συμβαίνει;
Κλοβ: Κάτι τραβάει το δρόμο του
Χαμ: Δεν προχωρούμε γρήγορα…
Κλοβ: Τι είναι πάλι;
Χαμ: Μήπως αρχίζουμε ν’ αποκτούμε κάποιο νόημα;
Χαμ (θυμωμένα): Μη σταματάς, που να πάρει η οργή, μη σταματάς!
Κλοβ: Ελπίζω να προχώρησες πολύ.
Χαμ: Περιπλέκονται τα ζητήματα! Φτάνει να μην ξαναρχίσει η δράση!
Χαμ: Το τέλος βρίσκεται μέσα στην αρχή, κι ωστόσο συνεχίζουμε.
Χαμ: Θα ναι πια το τέλος και θα αναρωτηθώ τι μπορεί να… (διστάζει)… γιατί άργησε τόσο. (Παύση)
Κλοβ: Δεν χρειάζεται πια προσπάθεια. (Παύση). Όταν θα σωριαστώ θα κλάψω από ευτυχία.
Η παύση, όπως είχε πει ο χορογράφος και χορευτής M. Cunningham, δεν αποτελεί το αντίθετο της κίνησης, δηλαδή δεν είναι μία μη κίνηση, αλλά τουναντίον, είναι κι αυτή μία ακόμα κίνηση.
Στη θεραπεία Gestalt τη σιωπή τη θέλουμε, τις παύσεις δεν βιαζόμαστε να τις κάνουμε γέφυρες για να πατήσουν πάνω τους τα λόγια και το περιεχόμενο και την ανία-βαρεμάρα, όπως και το κενό τα καλωσορίζουμε για να σταθούμε σε αυτά χωρίς κριτική αλλά ως μέρος της διαδικασίας, του πεδίου και μια επί μέρους διαδικασία. Έχουν κι αυτές το χώρο τους και εδώ ταιριάζουν τα λόγια του John Cage, στο έργο του Silence, σχετικά με το ότι δεν υπάρχει άδειος χώρος ή άδειος χρόνος, η ζωή είναι συνεχείς και αδιάκοπες κορυφώσεις και πάντα υπάρχει κάτι να δεις ή να ακούσεις, αρκεί να έχεις τα μάτια και τα αυτιά σου ανοιχτά.
To περιμένοντας κι όχι ο Γκοντό είναι η λέξη που κρύβει μέσα της την πορεία, τον δρόμο, τη διαδικασία είτε αυτήν αποφασίσω να την ονομάσω ρευστότητα ή στασιμότητα ή αναμονή ή καλύτερα και τα τρία μαζί καθώς έχουν στοιχεία αμφιβολίας, αγωνίας, ελπίδας και τη ζωτική ανάγκη να προσδώσω στη ζωή κάποιο νόημα.
Στην κατάσταση της αναμονής ο εαυτός μοιάζει να βιώνει τη μεγαλύτερη ρευστότητα και στασιμότητα στα συναισθήματα και τις σκέψεις του, όπου δεν μπορεί τίποτ’ άλλο να κάνει από το να περιμένει κι αυτό τον κάνει να αισθάνεται τόσο ρευστός όσο και στάσιμος. Κι εδώ είναι που συνδέεται με την αγωνία που νιώθουν τα πρόσωπα του Beckett, στο μεταίχμιο, απομονωμένα και μέσα στην ερημιά τους.
Στη ζωή μας βιώνουμε καταστάσεις ρευστότητας, στασιμότητας και αναμονής, με εναλλαγή και συμπληρωματικότητα μεταξύ τους. Νιώθουμε πολλές φορές τις σκέψεις και το λόγο μας να ρέουν, βιώνουμε τον ενθουσιασμό της καινούριας ιδέας, την ικανοποίηση της συνέχισης και του ειρμού των σκέψεων, κινητοποιούμαστε και μπαίνουμε σε δράση, έχουμε επίγνωση για τις στιγμές πληρότητας και συμβαίνει να αναγνωρίζουμε ό,τι αφήνουμε ανοιχτό για τη συνέχεια. Παράλληλα και μέσα σε αυτή την κατάσταση, υπάρχουν αμέτρητες στιγμές που νιώθουμε στάσιμοι, να μην προχωρούμε, να μένουμε κολλημένοι σε κάποια σημεία, κλειδωμένοι έως και στείροι από σκέψεις και ιδέες, χωρίς νόημα γι’ αυτό που γίνεται ή προσπαθούμε.
Περιμένοντας τον δικό μας Γκοντό…
Μεγάλες παύσεις μεσολαβούν από τη μια φάση στην άλλη, ώρες αναμονής του δικού μας Γκοντό, της γέννησης, της επώασης και της αφομοίωσης του καινούριου, της αναμονής του “να κάτσουν” μέσα μας αυτά που συμβαίνουν στο τώρα, όποια φέρνουμε από παλιά κι όποια μας επηρεάζουν στο σήμερα. Παύσεις, μοναξιά, αλληλεπίδραση και μοίρασμα με αγαπημένα πρόσωπα, συγκίνηση και σιωπή, ένα κενό, τίποτα και έξω και μέσα. Ταυτιζόμαστε με την ερημιά του Beckett, ζηλέβουμε κι επιθυμούμε το συνεχές, τη ροή των συναισθημάτων και εκτιμούμε τόσο τη δύναμη των λέξεων όσο και τη δράση της σιωπής, βιώνουμε το περιμένοντας, ενθουσιαζόμαστε και ματαιωνόμαστε και πάλι από την αρχή.
Σε αναμονή της ρευστότητας, λοιπόν, κι εμείς…. Και με την εσωτερική ησυχία που δίνει η επίγνωση ενός πρωτόγνωρου συγκερασμού, όπως εκείνος του τέλους και της αρχής.
Ανησυχούμε και αμφιβάλλουμε όταν έρχεται το τέλος και καλωσορίζουμε την όποια αρχή μπορεί να ξεκινήσει μέσα μας και στο μεταξύ μας.
Μέσα από τη ζωή και το έργο του, ο Samuel Beckett μας μεταλαμπάδευσε με τον πιο απλό, ανθρώπινο και αντιπροσωπευτικό τρόπο, την από κι επί σκηνής εμπειρία του, την ενσωμάτωση της ρευστότητας και της στασιμότητας, το ολόκληρο, που η θεραπεία Gestalt μας προσκαλεί να κατακτήσουμε.
Από το έργο Ο κόσμος και το παντελόνι μας λέει ο Samuel Beckett:
Τι να πούμε για τα επίπεδα που γλιστρούν, τα περιγράμματα που δονούνται, τις ισορροπίες που ένα τίποτα μπορεί να τις διαταράξει, που διαταράσσονται και ανασχηματίζονται ενόσω τις κοιτούμε; Πώς να μιλήσουμε γι αυτά τα χρώματα που αναπνέουν, που λαχανιάζουν; Εδώ όλα κινούνται, κολυμπούν, φεύγουν, επιστρέφουν, ξεγίνονται, ξαναγίνονται. Όλα σταματούν ασταμάτητα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την εξέγερση των μορίων, το εσωτερικό μιας πέτρας ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου πριν αποσυντεθεί.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Beckett, S. (1994). Περιμένοντας τον Γκοντό. Αθήνα: Ύψιλον
Beckett, S. (2000). Τέλος του Παιχνιδιού. Αθήνα: Ύψιλον
Beckett, S. (1989). Ποιήματα συνοδευόμενα από Σαχλο-κουβέντες. Αθήνα: Ύψιλον
Cage, J.(1980). Silence, Lectures and Writings, London: Marion Boyars
Perls, F., Hefferline, R.F., Goodman, P. (1951). Gestalt Therapy. London: Souvenir Press
Yontef, G. (1993). Awareness, Dialogue & Process. NY: The Gestalt Journal Press Inc.
Γιαμαρέλου et al. (2011). Εισαγωγή στην Ψυχοθεραπεία Gestalt. Αθήνα: Gestalt Foundation.
Έσσλιν, Μ. (1996). Το Θέατρο του Παραλόγου. Αθήνα: Δωδώνη
Κωνσταντίνου, Χ. (2013). Merleau Ponty: Πρέπει να λερώσουμε
τα χέρια. Αθήνα: Σπανός
Χαρτοκόλλης, Π. (2006). Χρόνος και Αχρονικότητα. Αθήνα: Καστανιώτης
>